Ο λόρδος David Owen, γιατρός ο ίδιος και πρώην υπουργός Εξωτερικών της γηραιάς Αλβιόνος στο διάστημα 1977-79 (με πρωθυπουργό τον James Callaghan), το 2009 δημοσίευσε ένα βιβλίο με τίτλο “In Sickness and in Power. Illness in Heads of Governments during the last 100 years” (London, Methuen 2008/2011/2016). Το βιβλίο αυτό εκδόθηκε σχεδόν ταυτόχρονα και στα ελληνικά με τίτλο: “Ασθενείς ηγέτες στην εξουσία. Πόσο οι αρρώστιες επηρέασαν τους πολιτικούς τα τελευταία εκατό χρόνια” (Καστανιώτης, 2009). ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Στο βιβλίο αυτό ο διαπρεπής, αλλά και ευπρεπής αυτός Bρετανός πολιτικός περιγράφει την υπαγωγή των επιφανέστερων και ισχυρότερων ηγετών του 20ου αιώνα που έπασχαν από διάφορες διαγνωσμένες (π.χ. Ρούζβελτ, Τσώρτσιλ) ή όχι (π.χ. Χίτλερ) ασθένειες στην ιδιαίτερη αντίληψη (διάβαζε: εξουσία) των προσωπικών τους γιατρών. Στα ίχνη του λόρδου Οwen κινήθηκε λίγο αργότερα (2017) και η γερμανογαλλορωσίδα δικηγόρος και ερευνήτρια ιστορικός Tania Crasnianski, γνωστή από το προηγούμενο μπεστ σέλερ βιβλίο της “Τα Παιδιά των Ναζί” (“Enfants de Nazi”, Grasset, 2016, Paris) με ένα άλλο παρεμφερές βιβλίο με τίτλο “Le pouvoir sur ordonnance” (Grasset, 2017, Paris), μεταφρασμένο επίσης στα ελληνικά το 2018 με τίτλο “Η εξουσία με ιατρική συνταγή” από τις εκδόσεις “Μεταίχμιο”.
Στο έργο της αυτό η συγγραφέας επανέρχεται στο θέμα των σχέσεων εξάρτησης των ισχυρότερων ηγετών της υφηλίου στον αιώνα που μας πέρασε από τους προσωπικούς τους γιατρούς. Υποβάλλοντας ταυτόχρονα το λανθάνον πάντοτε ερώτημα, ποια ήταν η ευρύτερη πολιτική ευθύνη αυτών των προσωπικών γιατρών, όταν επέτρεπαν (και όσο επέτρεπαν ή όσο εισακούονταν) σε σωματικά και ψυχικά ασθενείς ηγέτες να συνεχίζουν να αποφασίζουν για ένα ολόκληρο έθνος και κατ’ επέκταση, εφ’ όσον επρόκειτο για πανίσχυρους ηγέτες με διεθνή επιρροή, για την τύχη ολόκληρου του κόσμου.
Μοιραία στέκεται κανείς στην περίπτωση της απόλυτης εξάρτησης του Αδόλφου Χίτλερ από τον προσωπικό του γιατρό, τον περίφημο Dr. Theo Morell, ο οποίος από το 1936 ψυχο-συντηρούσε τον ψυχικά θρυμματισμένο ασθενή του με αυτοσχέδια ψυχότροπα μείγματα υψηλής ψυχοδιεγερτικής γόμωσης μέχρι το τέλος του πολέμου. Η σχέση αυτής της εφιαλτικής εξάρτησης περιγράφεται και σε άλλο παρεμφερές βιβλίο του Norman Ohler με τίτλο: “Drugs in Nazi” που έχει επίσης κυκλοφορήσει στα ελληνικά από το “Μεταίχμιο” με τίτλο: “Τα ναρκωτικά στο 3ο Ράϊχ” (2018).
Πολιτική και ψυχοφαρμακευτική καταστολή
Στο συγκεκριμένο έργο αναδεικνύεται σε ανατριχιαστικές διαστάσεις η ισχύς της ψυχοφυσικής διαχείρισης ατόμων και ομάδων δια μέσου της χρήσης ψυχοτρόπων ουσιών, τόσο από την επίσημη επιστήμη όσο και από μαθητευόμενους στη βιοχημική διαχείριση ανθρώπων μάγους, πέραν βεβαίως κάθε ορίου δημοκρατικής νομιμοποίησης. Είναι κοινός πλέον τόπος ότι εδώ και δεκαετίες ο δυτικός κόσμος διατελεί υπό το καθεστώς γενικότερης ψυχοφαρμακευτικής καταστολής.
Δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι δια μέσου της ψυχοφαρμακευτικής διαχείρισης των εκρηκτικών πράγματι ψυχολογικών φορτίων που παράγει ως οικονομικό σύστημα ο μεθύστερος καπιταλισμός στις ανεπτυγμένες κοινωνίες, εξασφαλίζεται σε πολιτικό επίπεδο η αναγκαία για την επιβίωση ενός ψυχοσπαρακτικού οικονομικού συστήματος, παθητική πολιτική συναίνεση.
Τα ψυχοφάρμακα ασκούν καταλυτική επίδραση στις σύγχρονες “ανεπτυγμένες” κοινωνίες, είτε συντηρώντας διεγερτικά τον ανταγωνιστικό δυναμισμό της κοινότητας των οικονομικών διαχειριστών (managers) και των traders των αγορών, είτε καταστέλλοντας την αγωνία επιβίωσης ή την οργή των εργαλειοποιημένων εργαζομένων. Ο Αlain Ehrenberg, στο εμβριθέστατο βιβλίο του με τίτλο “Le culte de la performance” (Calmann-Levy, Paris, 1991) περιγράφει την ισότροπη ανάπτυξη της ψυχιατρικής και των υποπροϊόντων της από τη δεκαετία του 1840 και μετά, παράλληλα με την ανάπτυξη της καπιταλιστικής οικονομίας στις δυτικές κοινωνίες.
Συμπέρασμα: Αδιανόητη η επιβίωση στις κοινωνίες αυτές χωρίς την ψυχοφαρμακευτική αντίληψη και την κατανάλωση ψυχοφαρμάκων. Ο Γιάννης Καλλιόρας έχει θαυμάσια περιγράψει την νοσογόνο ψυχική ένταση στις κοινωνίες αυτές στο εξαίρετο βιβλίο του “Η κοινωνία της ορθοπεταλιάς”, (Αθήνα, 2004), τα ερείπια της οποίας απολαμβάνουμε όλοι μας τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια.
Υγειονομική αστυνόμευση
Στον μήνα που διανύουμε συμπληρώνουμε ένα χρόνο αυτοεγκατάλειψης λαών και κυβερνήσεων στα χέρια μιας διεθνούς φράξιας (μάλλον) της ιατρικής επιστήμης. Και λέμε βεβαίως φράξιας, εφ’ όσον μεγάλο μέρος της ιατρικής κοινότητας φαίνεται σε παγκόσμιο επίπεδο να διαφωνεί με τις αντιλήψεις που μέχρι τώρα επικρατούν. Η υγειονομική αστυνόμευση την οποίαν υφιστάμεθα καθολικά και με τεράστιο οικονομικό κόστος συντελείται εν ονόματι μιας υποτιθέμενης “πανδημίας”, μιας εντονότερης και ενδεχομένως επικινδυνωδέστερης μεταλλαγής του ιού της γρίπης.
Η έκταση της γενικευμένης αστυνομικού χαρακτήρα υγειονομικής αντίληψης των κοινωνιών είναι ομολογουμένως ιστορικά μοναδική. Στην πράξη όμως η ακολουθούμενη μορφή κοινωνικής προστασίας αποδεικνύεται όλο και περισσότερο ατελέσφορη. Η σχέση των ηγετών, ως δημοσίων προσώπων, με τους γιατρούς οι οποίοι τους παρακολουθούν, όπως η σχέση αυτή περιγράφεται στα προαναφερόμενα βιβλία του Owen και της Crasnianski, ήταν μια σχέση αυστηρά προσωπική. Οι ηγέτες είχαν επιλέξει οι ίδιοι τους γιατρούς τους, σύμφωνα με την σχέση προσωπικής εμπιστοσύνης που τους συνέδεε.
Η προσωπική εμπιστοσύνη γιατρών και ηγετών εξακολουθεί να παραμένει πάντοτε προσωπική, παρά τις δημόσιες επιπτώσεις που μπορεί να συνεπάγεται. Στην Ελλάδα το έχουμε ζήσει κατ’ επανάληψη, με περιπτώσεις όπως του Αλέξανδρου Παπάγου (1954) αλλά και του Ανδρέα Παπανδρέου το 1993. Η πολιτική νομιμοποίηση των προσωπικών ιατρών διαμεσολαβείται επομένως από την ίδια την πολιτική νομιμοποίηση των εκλεγμένων ηγετών στις δημοκρατικές κοινωνίες.
Πολιτική νομιμοποίηση
Στην Ελλάδα σήμερα και υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες υπό τις οποίες στην περίπτωση του κορωνοϊού διατελούμε, η γενικευμένη αυστηρή και καταφανέστατα ανεπαρκώς συνταγματικά θεμελιωμένη υγειονομική προστασία που ασκείται, διαμεσολαβείται και αυτή από το εκπεφρασμένο απόθεμα δημοκρατικής νομιμοποίησης που αντλεί η κυβέρνηση από την πλειοψηφία των εκλογών του 2019.
Με βάση αυτή τη νομιμοποίηση η κυβέρνηση έχει καταλήξει στις (καταφανώς απρόσφορες) στρατηγικές υγειονομικής αντίληψης τις οποίες ακολουθεί, ανάλογα βεβαίως με τις εισηγήσεις των επιστημονικών συμβούλων τους οποίους έχει εμπιστευθεί. Η ορθότητα όμως αυτών των εισηγήσεων και η καταλληλότητα των μέχρι σήμερα ισχυόντων συμβούλων δεν μπορεί κανείς να πει ότι συνολικά καλύπτονται απόλυτα από την ισχύουσα πολιτική νομιμοποίηση της κυβέρνησης, εφ’ όσον ευρύτατα πλέον έχει αναδειχτεί η πολύπλευρη αμφισβήτηση του τρέχοντος υγειονομικού αφηγήματος, όπως αυτό υλοποιείται.
Η αμφισβήτηση αυτή εγείρεται εξ ίσου και απέναντι σε όλες τις δυτικές κυβερνήσεις, χωρίς όμως αυτές να θεωρούν σκόπιμο να λογοδοτήσουν για τις υγειονομικές επιλογές που ως σήμερα προτιμούν να ακολουθούν. Δικαιολογημένα επομένως αναρωτιέται κανείς, ποια μπορεί να είναι η επιστημονικοπολιτική νομιμοποίηση στη διεθνή ιατρική και πολιτική κοινότητα ενός μυστηριώδους γηραιού (ογδοηκοντούτιδος) κυρίου Fauci και κατά πόσον αυτή μπορεί να υπερβαίνει σήμερα την εγκυρότητα ενός Dr. Mambuse ή ενός Dr. Kalligari, κατά τρόπον που να μη δικαιώνει στις αγρίως χειμαζόμενες δυτικές κοινωνίες τους οποιουσδήποτε διεγερτικούς συνειρμούς;!